Περπατώντας ή καλύτερα "σκάβοντας" στο χιόνι, στην καθ' ημάς Πίνδο, στον Κόζιακα, αντίκρυσα ετούτα τα αγκάθια να προβάλλουν τη σκιά τους στο παχύ σεντόνι χειμέριας νάρκης που'σαν κουκουλωμένα.
Γιατί, αυτός είναι ο ρόλος τους: όσο κι αν το ψύχος τα χτυπά αυτά να ορθώνουν το μπόι τους στις φωτεινές ακτίνες του ήλιου, να αντέχουν στις χειμωνιάτικες θύελλες και να αναμένουν την επανάσταση της ζωής που έρχεται την Άνοιξη.
Κι ακόμα, είναι εκεί για να υπενθυμίζουν στην πτοημένη χλόη πως κάποιοι κόντρα στον καιρό παραμένουν στη θέση τους καρτερικά, βασανιστικά, δίχως χάρη (όντας στο περιθώριο των ανθώνων), μα βλέπουν πάντα ουρανό κι έχουν επίγνωση ότι απ' τα αγκάθια βγαίνουν τα ρόδα!
Γιατί, αυτός είναι ο ρόλος τους: όσο κι αν το ψύχος τα χτυπά αυτά να ορθώνουν το μπόι τους στις φωτεινές ακτίνες του ήλιου, να αντέχουν στις χειμωνιάτικες θύελλες και να αναμένουν την επανάσταση της ζωής που έρχεται την Άνοιξη.
Κι ακόμα, είναι εκεί για να υπενθυμίζουν στην πτοημένη χλόη πως κάποιοι κόντρα στον καιρό παραμένουν στη θέση τους καρτερικά, βασανιστικά, δίχως χάρη (όντας στο περιθώριο των ανθώνων), μα βλέπουν πάντα ουρανό κι έχουν επίγνωση ότι απ' τα αγκάθια βγαίνουν τα ρόδα!
Πάει καιρός, που ξαναδιάβασα κάπου, ποιήματα του μεγάλου Ρομαντικού Αλεξάντρ Πούσκιν (του θεμελιωτή της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας) κι αυτά τα χωμένα στο χιόνι αγκάθια μου 'φεραν στο μυαλό το στίχο του: "Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο κι είμαι πάνω της αγκάθι..."
Ψάχνοντας λοιπόν, βρήκα "το μοναχικό φύλλο" του, που ταιριάζει ίσως στα παραπάνω:
Επέζησα μες απ' τους άσβηστους καημούς
Και έπαψα ν' αγαπώ τα όνειρά μου,
Πότε χαιρόμουν και γελούσα ξέχασα
Μονάχα μείνανε τα βάσανά μου.
Κατ' απ' τις θύελλες της μοίρας της σκληρής,
Μαράθηκε το ανθισμένο μου στεφάνι,
Ζω απομονωμένος, θλιβερός,
Και καρτερώ: θα 'ρθει ο λυτρωμός;
Έτσι από το ψύχος χτυπημένο,
Όταν η χειμωνιάτικη η θύελλα οργιάζει,
Σ' ένα λιανό, μικρό κλαδί,
Μοναχικό το φύλλο τρεμουλιάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου